- μπαστίνα
- η наследственное право пользования имением
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαστίνα — και μπάστινα, η μοίρασμα αγροκτήματος με κληρονομιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σερβ. baştina «πατρική κληρονομιά»] … Dictionary of Greek
μπαστινούχος — ο αυτός που έχει μπαστίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαστίνα + ούχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
μπαστουνόβλαχος — ο 1. βοσκός 2. (κατ επέκτ.) αγροίκος, άξεστος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μπαστινόβλαχος (< μπαστίνα «κληρονομική νομή αγροκτήματος» + Βλάχος) κατ επίδρασιν τού μπαστούνι, μάλλον, παρά < μπαστούνι + Βλάχος] … Dictionary of Greek